ἰσχνοσκελές

ἰσχνοσκελές
ἰσχνοσκελής
lean-shanked
masc/fem voc sg
ἰσχνοσκελής
lean-shanked
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωβίσιο — (obisium). Γένος αραχνόμορφων αρθροπόδων της οικογένειας των χερνετιδών. Περιλαμβάνει μικρούς σκορπιούς που απαντώνται στις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Από τα γνωστότερα είδη είναι το ω. το ισχνοσκελές, το οποίο ζει κυρίως στην κεντρική Ευρώπη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”